ἀνακεράννυμι
• Alolema(s): tb. -ύω Plu.2.949f
1 v. act. mezclar c. ac. compl. dir.
ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνουOd.3.390,
οἶνονAr.Ra.511
•c. ac. y dat.
(βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασανE.Ba.126
•c. πρός más ac.
τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσινPlu.l.c.
•v. med.-pas. mezclarse
(ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένηPl.Criti.121a,
τῷ σαρκιδίῳM.Ant.10.24,
ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσιPl.Ti.87a, cf. S.E.P.1.46,
τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίανOrigenes Cels.4.13.
2 v. act. fig. unir, reconciliar
τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησινPlu.Cat.Mi.25, v. pas.
κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντεςD.H.1.60.