ἀνακαίω
• Alolema(s): át. ἀνακάω
• Morfología: [aor. ἀνέκαυσα E.Cyc.383, X.An.3.1.3]


1 c. ac. encender, prender ἥ οἱ πῦρ ἀνέκαιε Od.7.13, cf. Hdt.4.145, E.l.c., X.l.c., Plb.2.25.5, Hero Spir.1.12, fig. ὄρεξιν Plu.2.1089a, μάχην Porph.Chr.23
en v. med. encender para sí πῦρ Hdt.1.202, 8.19.

2 usos esp. en v. med. fig. inflamarse, arder de ira σευ ἀναχαιομένου συνίημι τοὺς λόγους Hdt.5.19, ἔρως ἐν αὐτοῖς ἀνεκαίετο X.Eph.1.3.4, στάσις D.H.9.27.