ἀνακαινόω


1 renovar τὰ πράγματα Origenes Cels.4.20
en v. pas. Κωνσταντῖνος Χριστοῦ μυστηρίοις ἀναγεννώμενος ἐτελειοῦτο ... ἀνεκαινοῦτό τε Eus.VC 4.62
tb. en v. med. τὴν δύναμιν Heliod.in EN 221.13.

2 v. med. renovarse ἀλλ' ὁ ἔσω (ἄνθρωπος) ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ 2Ep.Cor.4.16, cf. Ep.Col.3.10.