< ἀνακαίνωσις
ἀνάκαιον >
ἀνακαινωτικός
,
-ή, -όν
renovador
ref. al Espíritu Santo
ἀνακαινωτικὸν αὐτὸ τῆς δημιουργίας
Didym.
Eun
.5.M.29.713C.