< ἀνακαινισμός
ἀνακαινοποιέω >
ἀνακαινιστής
,
-οῦ, ὁ
renovador
ref. a Cristo
ἔδει τὸν ... ἀνακαινιστὴν γενέσθαι τῶν κατεφθαρμένων
Cyr.Al.M.69.32B.