ἀνακαθίνυμαι
incorporarse, sentarse
ἀνακαθίνυσθαι θέλουσι (οἱ πλευριτικοί)Aret.SA 1.10.5
•c. ac. int.
ἀνακαθίνυσθαι ἐθέλουσι σχῆμα ὄρθιον ἐς ἀναπνοήνAret.SA 2.1.3.
ἀνακαθίνυσθαι θέλουσι (οἱ πλευριτικοί)Aret.SA 1.10.5
ἀνακαθίνυσθαι ἐθέλουσι σχῆμα ὄρθιον ἐς ἀναπνοήνAret.SA 2.1.3.