< Ἀναία
[ἀν]αιβασίη >
ἀναιάζω
llorar
,
deplorar
Ἑλλάδα τὴν τριτάλαιναν ἀναιάξουσι ποιηταί
Orac.Sib
.5.137, cf. 312, 315.