ἀναιρέτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): ἀναιρετής Hsch.; fem. ἀναιρέτις, -ιδος, ἡ Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).236


1 destructor, aniquilador τῶν τυράννων Sch.Ar.Pl.1146, τῶν ξένων Sch.A.Pr.712, δαιμόνων Gr.Naz.M.37.959A, ἀναιρετής· φονευτής. ἐκτομεύς Hsch.

2 astrol. de los planetas que acorta la vida, maléfico op. ἀγαθοποιός: τὸν δὲ Ἄρη ἀναιρέτην ὄντα Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, cf. 236, Heph.Astr.2.11.53.