< ἀναθυμόω
1 ἀναθύω >
ἀναθυρόω
arq.
escuadrar
ἀναθυρώσει τοὺς ἁρμοὺς πάντας τοὺς ἀπιόντας κανόν[ι λιθί]νῳ
IG
7.3073.122, cf. 142 (Lebadea).