ἀναθορυβέω
1 dar muestras de aprobación ruidosamente, aplaudir
οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοιPl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3,
ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησανX.An.6.1.30, cf. Pl.Smp.198a
•abs.
ἅμα ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασανPl.Euthd.276b.
2 c. ac. conmocionar, alterar
μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶνEus.HE 4.15.1, cf. Hsch.