ἀναζεύγνυμι
• Alolema(s): tb. ἀναζευγνύω PEleph.28.4 (III a.C.), Ph.Bel.103.15
I milit.
1 intr. abs. levantar el campo, poner el ejército en marcha
ἀναζεύξας ἤλαυνενTh.8.108, cf. X.An.3.4.37, Men.Asp.79, Ph.l.c., Plu.2.182b, 2.211b
•c. prep. y gen. o ac. marchar
ἐπὶ ΜακεδονίαςPlb.4.27.9,
ἐκ τῆς πολέωςPlb.2.70.1, cf. Plu.Pomp.42,
διὰ ΣυρίαςPlu.Ant.84,
ἐπὶ τὰς πράξειςLindos 2D43,
εἰς ΠαρνασσόνPlb.24.14.8,
εἰς τὴν Θηιβα(ίδα)PTeb.62.43, 63.42 (II a.C.), cf. Arist.Oec.1350b21, D.C.Epit.9.10.3
•quizá escoltar
τοῖς ἀναζευγνύουσι μετὰ ΠειθολάουPEleph.l.c.
2 tr. c. ac. levantar, mover
τὸ στρατόπεδονHdt.9.58,
τὸν στρατόνHdt.9.41.
II
οἴκαδεAristaenet.1.5.18.
2 tr. c. ac. retirar
πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέαςHdt.8.60α
•fig. rechazar
Ἀθα]ναίων πολυάσπιδα καὶ πο[λύκωπον ὕβριν] ἀνέζευξαν τᾶσδε ἀπὸ γᾶςIC 350.