< ἀναδεσμέω
ἀνάδεσμος >
ἀναδέσμη
,
-ης, ἡ
cinta para el cabello
πλεκτή
Il
.22.469,
χρυσέη
E.
Med
.978, Nonn.
D
.5.133,
ἀργυρέη
AP
5.276 (Agath.).