< ἀνάδεμα
ἀναδενδραδικός >
ἀναδέμομαι
levantar
,
construir
τεῖχος
I.
BI
2.574,
θέατρα
Ph.1.317,
τὴν οἰκίαν
Ph.1.324, cf. Hsch.