< ἀναδάσασθαι
ἀναδασμός >
ἀναδάσιμος
,
-ον
que debe ser redistribuido
γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων
Sch.Er.
Il
.1.299.