< ἀναδορά
ἀνάδοσις >
ἀναδοσία
• Grafía:
graf. ἀναδωσία
reintegro
ἀναδωσίας μοι ἅπερ παρεσχόμην σοι κατέχειν
Stud.Pal
.20.114.15 (V. a.C.).