< ἀναδομή
ἀναδορά >
ἀναδονέω
agitar
ἀνὰ βάρβιτον δονήσω
agitaré
e.d.
tocaré mi lira
,
Anacreont
.60.1
•
fig.
ἡ ψυχὴ ... ἀναδονοῦσα ἑαυτήν
Ph.1.659.