ἀναδεσμεύω
colgar, suspender
τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίωνD.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.16
•en v. med.
τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένηνcon los cabellos sueltos, PMag.4.1727.
τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίωνD.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.16
τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένηνcon los cabellos sueltos, PMag.4.1727.