ἀναδενδρόομαι
trepar por un árbol
ἡ ἀναδενδρουμένη ἄμπελοςGr.Nyss.Hom.in Eccl.332.1
•fig. ascender, remontarse
πρὸς τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλωνGr.Nyss.Hom.in Cant.60.1.
ἡ ἀναδενδρουμένη ἄμπελοςGr.Nyss.Hom.in Eccl.332.1
πρὸς τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλωνGr.Nyss.Hom.in Cant.60.1.