< ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος >
ἀναγωνίζομαι
luchar
,
combatir
por la fe
ἐὰν ἔχῃ ἀναγωνίσασθαι καὶ ποιήσῃ θαύματα
Io.Iei.
Serm
.M.88.1932D.