< ἀναγρύζω
ἀναγύμνωσις >
ἀναγυμνόομαι
fig.
desvelarse
,
descubrirse
τὸ ἄχρονον ἀναγυμνοῦται μεταξὺ τῶν κινήσεων καὶ τῶν στάσεων
Dam.
Pr
.404.