ἀναγορεύω
1 anunciar públicamente, pregonar
ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας ... ἥκεινAeschin.3.122,
ἐν ἐκκλησίᾳCIG 4028, IG 22.1629a.196 (IV a.C.),
καθότι ἂν κριθεῖIG 12.84.41 (V a.C.),
ἀ. κήρυγμαdar un pregón Plb.18.46.4, cf. 18.46.8, A.Al.9a.1.3
•llamar a juicio PHamb.29.8 (I a.C.)
•de un dios en un rito mágico
πάντα ἀναγορεύειςpregonas todo, PMag.7.242
•en v. med. divulgarse
ὥστε τὴν φήμην ἐκ φωνῆς τυχόντων ἀναγορεύεσθαι πανταχῇPMasp.97ue.D89.
2 c. sent. honorífico proclamar
ἀναγορεῦσαι τε τὸν στέφανονHp.Ep.25,
καὶ ἀναγορεύειν τὸν κήρυκα ὧν ἕνεκα στεφανοῦταιIG 12(7).22.35 (III a.C.), en v. pas.
ὁ στέφανος ἀναγορε[υθεῖIG 22.555.16 (IV a.C.),
ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι στεφανούμενονAeschin.3.44,
ὅπως ... ἀναγορεύωνται ... αὗται αἱ τιμαίZPE 5.291.24
•c. ac. de pers. y predic. proclamar, nombrar públicamente
αὐτοκράτορα Γάλβαν ἀναγορεῦσαιPlu.Galb.2, cf. I.BI 4.601, Plu.2.58e, Hdn.4.4.8
•esp. en v. pas. ser proclamado, nombrado
ὕπατος δὲ πρῶτος ἀνθρώπων ἑπτάκις ἀνηγορευμένοςPlu.Mar.45,
βασιλεὺς ἀναγορευθείςPlu.2.176e, cf. 2.470c, Cic.9, Phleg.12.12,
ἀναγορευ[θῶσ]ιν ὅτι· ὁ δῆμος ...sean objeto de una proclamación: «El pueblo ...», ZPE 5.290.21
•tb. ser proclamado, calificado de
ὁ μέγας ἀνὴρ ... καὶ τέλειος οὗτος ἀναγορευέσθωPl.Lg.730d,
ὥστε μόνος φιλοπάτωρ ... ἀναγορευθῆναιX.Cyn.1.14,
νικῶν ἀνηγορεύετοD.18.319
•en v. act. llamar
(Χριστός) ὃν «ἥλιον δικαιοσύνης» ἀναγορεύουσιν αἱ γραφαίOrigenes Cant.2.p.126.31
•c. gen. dar el nombre de
τῶν δήμωνArist.Ath.21.4.