ἀναγεννάω
I
ὁ ... ἀναγεννήσας ἡμᾶς εἰς ἐλπίδα1Ep.Petr.1.3, esp. del bautismo, Iust.Phil.Apol.61.3
•v. pas. ser engendrado nuevamente, renacer
ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾶς φθαρτῆς1Ep.Petr.1.23, de ritos mistéricos
ἐπὶ τούτοις γάλακτος τροφή ὥσπερ ἀναγεννωμένωνSallust.4.10
•tb. esp. del bautismo del mismo Cristo
σήμερον ἀναγεννηθεὶς ὁ ΧριστόςClem.Al.Paed.1.6.49, de la conversión, Tat.Orat.5.3, de la penitencia, Clem.Al.Strom.2.23.147.
2 fig. sin sent. relig. renovar
ἀναγεν[ν]ᾶ[ν πάλι]ν ... κα[κάPhld.Ir.p.18.
II iluminar, enseñar
παρὰ τοῖς βαρβάροις φιλοσόφοις τὸ κατηχῆσαί τε καὶ φωτίσαι ἀναγεννῆσαι λέγεταιClem.Al.Strom.5.2.15.