< ἀναβάδισις
ἀναβαζμός >
ἀναβᾰδόν
• Alolema(s):
poét.
ἀμβᾰδόν
Opp.
C
.3.500
montado encima
τὴν ... ὀχείαν ποιοῦνται ... οὐκ ἀναβαδόν
Arist.
HA
579
a
19, cf. Opp.l.c.