< ἀναβαπτισμός
ἀναβάσιμος >
ἀναβάπτομαι
teñir
τὰς κεφαλάς
Thphr.
HP
3.13.6,
ἡ σάρξ μου ... ἀνεβάφη
Rom.Mel.8.
ςʹ
.