ἀναβρόχω
• Morfología: [aor. opt. ἀναβρόξειε Od.12.240, part. pas. ἀναβροχέν Od.11.586, perf. ἀναβέβροχε, cód. ἀναβέβρυχε Il.17.54]
1 engullir, tragar, sorber
ἀλλ' ὅτ' ἀναβρόξειε ... ἀλμυρὸν ὕδωρde Caribdis Od.12.240,
πάντας ἀναβρόξασαA.R.4.826
•v. pas.
ὕδωρ ἀπολέσκετ' ἀναβροχένOd.11.586.
2 borbotear
ἅλις ἀναβέβροχεν ὕδωρIl.l.c.