< ἀναβράττω
ἀναβρογχισμός >
ἀναβρέχω
volver a humedecer
ἄρτοι ἀναβρεχθέντες
Arist.
Pr
.927
b
6
•
humedecer
,
mojar
(καυτήριον)
PMed.Lond
.1.3.4.