< ἀναβρογχισμός
ἀναβροντάω >
ἀναβρομέω
• Morfología:
[impf. ἀναβρομέεσκε Nonn.
D
.45.330]
1
volver a hervir
el caldo, Ath.126d.
2
retumbar
δόμος ... ἀναβρομέεσκε ... σάλπιγγι
Nonn.l.c.