ἀναβλυστάνω


1 fluir a borbotones Str.Chr.16.22, κρήνη Procop.Aed.2.3.24, πηγαί Procop.Aed.3.7.20.

2 subir de nuevo, salir a la superficie, emerger ῥιφέντες ... ἐπ' αὐτῇ (sc. τῇ Νεκρᾷ θαλάσσῃ) ζῶντες ἄνθρωποι ἀναβλυστάνουσι Eust.Ant.Hex.M.18.761C.