ἀναβεβλημένος, -η, -ον
1 part. perf. de ἀναβάλλω lento, mesurado
αὔλημαD.Chr.1.1, Hld.2.8
•del estilo difuso, prolijo
τὸ ὕπτιον καὶ ἀ.Hermog.Id.2.11 (p.397),
λέξις ἀ. op. συνεστραμμένηAristid.Rh.2.540.
2 adv. -ως lentamente D.H.Dem.54.
αὔλημαD.Chr.1.1, Hld.2.8
τὸ ὕπτιον καὶ ἀ.Hermog.Id.2.11 (p.397),
λέξις ἀ. op. συνεστραμμένηAristid.Rh.2.540.