< ἀναβατέον
ἀναβατήριος >
ἀναβατηρία
,
-ας, ἡ
muelle
,
atracadero
de un canal
καὶ ἀπὸ ἀναβατηρίας μέχρι οἰκίας Θέωνος
POsl
.111.127 (III a.C.).