< ἀναβακχεύω
ἀναβαλλογῆρας· >
ἀναβαλλίς
,
-ίδος, ἡ
ταινία. ἢ σφαῖρα
Hsch., cf.
EM
95.42G., Hdn.Gr.1.91, Phot.p.106R.