ἀμᾰχητί
adv. sin lucha, sin resistencia
ἀ. ἴομεν ΟὔλυμπόνδεIl.21.437,
ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσανHdt.1.174,
ἀ. ἀπώλλυντοX.Cyr.4.2.28,
ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχοςPlb.10.14.13,
λαβόντες ἀ. τὴν πόλινI.BI 3.427,
λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπουςI.AI 8.260.
ἀ. ἴομεν ΟὔλυμπόνδεIl.21.437,
ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσανHdt.1.174,
ἀ. ἀπώλλυντοX.Cyr.4.2.28,
ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχοςPlb.10.14.13,
λαβόντες ἀ. τὴν πόλινI.BI 3.427,
λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπουςI.AI 8.260.