ἀμᾰλάπτω
• Prosodia: [ᾰ-]
aniquilar, arruinar, consumir
παρθενίαν ... Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν ... ἀλατείαις ὕποA.Pr.899, cf. S.Pr.465,
ὅν ποτε γνάθοις ... ἠμάλαψε ... κύωνLyc.34.
παρθενίαν ... Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν ... ἀλατείαις ὕποA.Pr.899, cf. S.Pr.465,
ὅν ποτε γνάθοις ... ἠμάλαψε ... κύωνLyc.34.