ἀμώμητος, -ον
• Morfología: [-ος, -η, -ον Hes.Fr.185.13]
I
ΠολυδάμαςIl.12.109,
ἸόλαοςHes.Sc.102, de Pólux h.Hom.33.3,
ΔιόνυσοςNonn.D.21.165,
πολεμιστήςHes.Fr.204.44,
ἑταῖραιHes.Fr.185.13, esp. en los epitafios
ἀμώμητε εὐψύχειSB 332,
κού[ρηIG 12(1).779 (Lindos III a.C.),
ΠαυλεῖναGVI 284
•del aspecto externo perfecto, sin tacha
δέμαςB.5.147,
εἶδοςOrph.L.438,
κάλλος ... ἀμωμήτοιο γυναικόςMusae.92, de cosas y abstr.
ἔντοςArchil.12.2,
νόμοςHdt.2.177,
φρενῶν καρπόςPi.P.2.74,
σωφροσύνηIG 92.314,
λειμώνAP 4.1.31 (Mel.),
ποιημάτιονLongin.33.5,
λόγοιD.S.33.7,
μυσταγωγία οὐκ ἀ.Cyr.Al.M.72.724A.
2 puro, sin tacha, sin mácula de víctimas, Aristeas 93,
σπουδάσατε ἄσπιλοι καὶ ἀμώμητοι2Ep.Petr.3.14, de Cristo
χρωτὸς ἀ.Nonn.Par.Eu.Io.19.36, de la Virgen A.Pass.Andr.5,
αἴματαIo.D.M.94.1140C
•subst. τὰ ἀ. las cosas perfectas, inmaculadas de los misterios, Ph.Fr.p.69.
II adv. -ως intachablemente
ἐπιτροπεύοι ἂν ἀ. τοῦ πλήθεοςHdt.3.82.