< ἀμύχωτος
ἀμύωτος >
ἀμύω
• Prosodia:
[ᾰ-]
caer
πολλὰ δ' ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ἀμύοντα χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα
Hes.
Fr
.204.124.
• Etimología:
Cf. ἠμύω.