< Ἄμυρις
ἀμυρίτης >
ἀμύριστος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
1
no empapado de perfumes
στέμμα
GVI
1522.5 (Cirene II a.C.).
2
fig.
rudo
Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη
Heraclit.B 92.