< Ἀμύγδαλον
ἀμυγδαλώδης >
ἀμύγδαλος
,
-ου, ἡ
1
almendra
Luc.
Apol
.5, Hsch.s.u.
κάρυα
.
2
almendro
Arnob.
Nat
.5.7 (ap. crít.).