ἀμόρφωτος, -ον
I
ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττεινProcl.in R.1.114.3,
θεόςProcl.in R.1.40.1, cf. Sm.Ps.138.16,
ὕληPlot.6.7.3,
χαλκόςThem.in Ph.25.13.
2 que no figura, no configurado en una constelación de estrellas, Ptol.Alm.7.5.
II adv. -ως sin forma
δόξα δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτωςProcl.in Prm.994.39, cf. in R.2.243.24.