< ἀμίσαλλος
ἀμισγής >
ἀμίσαντος
,
-ον
sent. dud.,
de un ingrediente mágico
Χιμαίρας ἀμίσαντον λεώκερας λέοντος ὄνυξ
ICr
.2.19.7.18 (Falasarna, Creta IV a.C.).