ἀμίννιος, -ον
• Alolema(s): ἀμιννία Gp.5.17.9
aminio
ἄμπελοςcepa aminia e.d. de Falerno Gp.2.46.3, 4.1.14, 5.17.2, 9, 27.2, cf. Ἀμιναῖος, Ἀμιναία.
ἄμπελοςcepa aminia e.d. de Falerno Gp.2.46.3, 4.1.14, 5.17.2, 9, 27.2, cf. Ἀμιναῖος, Ἀμιναία.