ἀμέτοχος, -ον
1 que no participa de c. gen.
(ἄτομος) ἀ. κενοῦEpicur.Fr.[153],
θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ.Epicur.Fr.364U.,
πάσης ... κακίαςChrysipp.Stoic.3.90,
μεταβολῆςIG 22.4705.11 (Eleusis I a.C.),
γεώδους οὐσίας ἀ. (ἄνθρωπος)Ph.1.49,
ἄμμου ἢ ψαφαρίαςDsc.1.97,
ἁλυκότητοςDsc.5.87,
τῆς τούτου δυνάμεωςS.E.M.7.93,
πάσης φωνῆςHierocl.p.33,
ψυχῆςHierocl.p.53,
εὐδαιμονίαςMax.Tyr.37.8,
ὕληςPlot.3.5.2,
τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦAlex.Aphr.in Metaph.644.12,
ἑνόςProcl.in Prm.725.30,
τῆς ζωῆςde la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.Ac.M.85A.561B
•abs., Phld.Ir.63.
2 adv. -ως sin complicidad Eust.1946.32.