< ἀμελεϊστί
ἀμελετησία >
ἀμέλεστος
,
-ον
no melódico
τόνος μὲν οὖν ἐστι τόπος ἀ. φωνῆς· ἀ. δὲ εἴρηται, διότι κενός ἐστι μέλους τινός
Greg.Cor.
in meth
.p.1127.