ἀμέλγω
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dór. 2.a sg. pres. ἀμέλγες Theoc.4.3]


I v. act. ordeñar c. ac. del animal μῆλα Od.9.308, cf. 238, ὄϊς καὶ ... αἶγας Od.9.244, μόσχους E.Cyc.389, αἶγας Theoc.5.84, ὄνους πεντακοσίας D.C.Epit.Xiph.62.28.1, πάσας (las vacas), Theoc.4.3, prov. τὸν τράγον ἀ. perder el tiempo Plb.33.21.1, Luc.Demon.28
c. ac. int. γάλα Hdt.4.2, Theoc.11.65, tb. fig. ἐκ στόματος ζαθέοιο σοφὸν γάλα πιστὸν ἀμέλγων (José de Arimatea de Cristo), Nonn.Par.Eu.Io.19.38
abs. †σφῶν τε αὐτῶν χρώμεθα (a los animales) καὶ βλίττομεν καὶ ἀμέλγομεν Anaxag.B 21b, en v. pas. χλιεροῦ ἄρτι ἠμελγμένου πινέτω τὴν μοίρην que beba la parte de (leche) caliente recién ordeñada Hp.Nat.Mul.15, (τῶν ... προβάτων) παρέχει ἡμῖν αὑτὰ ... ἀμελχθησόμενα (del ganado) se presta a que lo ordeñemos Arr.Epict.2.20.11.

II fig.

1 c. ac. de pers. explotar, exprimir τῶν ξένων τοὺς καρπίμους Ar.Eq.326, ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελξας, ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ; LXX Ib.10.10, παρέχειν ... ἀμελχθησομένους αὐτούς de pers. engañadas por los estoicos, Arr.Epict.2.20.12.

2 c. ac. de cosa ordeñar, extraer ἔαρος κερῶν μέλι πολλὸν ἀμέλξας en la primavera habiendo extraído mucha miel de los panales, AP 6.239 (Apollonid.), ἐκ βοτρύων ... γάνος AP 9.645 (Maced.), en v. med. δάκρυ' ἀμέλγονται χρυσαυγέος ἠλέκτροιο D.P.293, de las sanguijuelas ἀμελγόμεναι χροὸς αἷμα Nic.Al.506.

3 libar, beber ἢν ὅλον αὐτὸ λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμέλξω Theoc.23.25, βλοσυραῖς γενύεσσι ποτὸν βακχεῖον ἀμέλξας de una serpiente, Nonn.D.12.321, en v. med. νέκταρ ἀμέλγονται Io El.1.9
de los besos τὸ δέ σευ γλυκὺ φίλτρον ἀμέλξω Bio 1.48
del sol a la humedad, Nonn.D.2.500
en v. pas. ἐκ Σαπφῶς τόδ' ἀμελγόμενος μέλι τοι φέρω Lyr.Adesp.61.

4 aprovechar ὕπνον ἀμέλγων aprovechando la hora del sueño (cf. ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Il.11.173) Apoll.Met.Ps.4.8.

III usos esp. de la v. med.

1 dar (leche) (ὄϊες) ἀμελγόμεναι γάλα Il.4.434, τὰ μηρυκάζοντα γάλα ... ἀμέλγεται Arist.HA 523a7, ἀμέλγεται γὰρ μῆνας ὀκτώ Arist.HA 523a5.

2 amamantar μήποτ' ἀμέλγεσθαι σκύλακας ... μαζῷ αἰγῶν no amamantes a los cachorros en las ubres de las cabras Opp.C.1.437.
• Etimología: Cf. ai. r̥jati ‘limpiar’, lat. mulgeo, aaa. melchan, lituan. melžù ‘ordeñar’.