ἀμέθῠσος, -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ἀμέθυσσ- metri causa Triph.70]
1 amatista
ἀ. λίθοςCyran.6.3,
ἁ λίθος ἔστ' ἀμέθυσος, ἐγὼ δ' ὁ πότας ΔιόνυσοςAP 9.748 (Pl.Iun.), de los ojos del caballo de Troya
γλαυκῆς βηρύλλοιο καὶ αἱμαλέης ἀμεθύσσουTriph.70.
2 cierta planta Hsch.