< †ἀμφὰς ἀσπαζόμενος·
ἄμφασμα >
ἀμφᾰσίη
,
-ης, ἡ
mudez
ἐπέων
Il
.17.695,
Od
.4.704, cf. Eumel.9.1K., A.R.3.284, Bio 1.