< ἀμφάκης
ἀμφᾰλάλημαι >
ἀμφᾰλᾰλάζω
dar gritos de triunfo alrededor
c. gen.
Βάκχοι δ' ἀ. ἀδηρίτου Διονύσου
Nonn.
D
.40.98
•
abs.
Βάκχη δ' ἀμφαλάλαζε
Nonn.
D
.14.394.