< Ἀμφιτρής
Ἀμφιτρίτη >
ἀμφίτρητος
,
-ον
horadado de un lado a otro
κημός
AP
6.233 (Maec.),
τὸ ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν τετρημένον ἄντρον
Sud.