< ἀμφιτιττῠβίζω
ἀμφίτορνος >
ἀμφίτομος
,
-ον
de doble filo
βέλεμνον
A.
A
.1496,
λόγχη
E.
Hipp
.1375,
βουπλήξ
Q.S.11.190, Nonn.
D
.5.14.