< Ἀμφιπτόλεμος
ἀμφιπτύσσομαι >
ἀμφίπτολις
,
-εως
adj.
que envuelve
o
rodea a una ciudad
ἀνάγκαν ... ἀμφίπτολιν θεοὶ προσήνεγκαν
A.
Ch
.75.