< ἀμφικλύζω
ἀμφικνέφαλλος >
ἀμφίκλυστος
,
-ον
batido enteramente por el agua
de cabos o promontorios
ἀκτή
S.
Tr
.752,
πέτρα
S.
Tr
.780,
ἠιών
Str.11.4.2,
χῶμα
App.
BC
5.72,
χοιράδας
Lyc.633.